κορτές

κορτές
τα
1. περιληπτική ονομασία τών δύο εθνικών νομοθετικών σωμάτων στην Ισπανία και στην Πορτογαλία
2. αντιπροσωπευτικό σώμα ή κοινοβούλιο τών μεσαιωνικών βασιλείων τής Ιβηρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cortes, πληθ. τού corte «αυλή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κορτές, Φερνάντο — (Fernando Cortes, Μεντελίν, Εστρεμαδούρα 1485 – Σεβίλη 1547). Ισπανός στρατιωτικός ηγέτης, κατακτητής του Μεξικού. Παρακολούθησε νομικά στο περίφημο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, αλλά, πριν συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας του, πήγε στο Σαν… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κονκισταδόρες — (conquistadors). Ισπανοί εξερευνητές που συμμετείχαν στην πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση (conquista) του 16oυ αι., η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της χώρας τους στην Κεντρική και Νότια Αμερική, εκτός από τη Βραζιλία, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

  • Ελεονόρα — I Όνομα βασιλισσών της Ευρώπης. 1. Ε. της Ακουιτανίας (Éléοnore d’ Aquitaine, 1122 – Φοντεβρό 1204). Βασίλισσα της Γαλλίας και αργότερα της Αγγλίας. Ήταν κόρη και διάδοχος του δούκα της Ακουιτανίας, Γουλιέλμου Γ’. Το 1137 παντρεύτηκε τον… …   Dictionary of Greek

  • Λόπεθ ντε Γκόμαρα, Φρανθίσκο — (Francisco Lopez de Gomara, Σεβίλη 1510 – 1560). Ισπανός συγγραφέας και κληρικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκάλα, ενώ στη συνέχεια χρίστηκε κληρικός. Μετά από ένα ταξίδι που πραγματοποίησε στη Ρώμη (1540) προσχώρησε στην υπηρεσία του… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεζούμα — Όνομα δύο βασιλιάδων των Αζτέκων. 1. Μ. Α’ (1390 1464). Ονομαζόταν και Ιλιουκαμίνα (δίκαιος). Ήταν γιος του βασιλιά Χουϊτζιλιχουίτλ, τον οποίο διαδέχτηκε το 1436. 2. Μ. Β’ (1466 1520). Ο τελευταίος Αζτέκος βασιλιάς του Μεξικού. Διαδέχτηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Ριβέρα, Ντιέγκο — (Rivera, Γκουαναχουάτο 1886 – Πόλη του Μεξικού 1957). Μεξικανός ζωγράφο. Μαζί με τους Χοσέ Ορόθκο, Νταβίντ Σικέιρος και Ρουφίνο Ταμάγιο, αντιπροσωπεύει μια από τις σημαντικότερες τάσεις του ρεαλισμού στη Λατινική Αμερική. Με ένα σχέδιο εξαιρετικά …   Dictionary of Greek

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”